Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σικχασιά — ἡ, Α βλ. σιχασιά … Dictionary of Greek
σιχασ(ι)ά — η / σικχασιά, ΝΑ, και συχασιά Ν [σιχαίνομαι / σικχαίνομαι] το αίσθημα αηδίας και αποστροφής, σιχαμάρα αρχ. η τάση για εμετό, ναυτία … Dictionary of Greek